- καταβλητικός
- -ή, -ό (Α καταβλητικός, -ή, -όν) [καταβάλλω]νεοελλ.αυτός που καταβάλλει, που καταπονείαρχ.1. ο ικανός ή ο κατάλληλος στο να καταρρίπτει κάποιον2. αυτός που τού αρέσει να ανασκευάζει, να αντικρούει τους άλλους3. μτφ. υβριστικός, δύστροπος.
Dictionary of Greek. 2013.