καταβλητικός

καταβλητικός
-ή, -ό (Α καταβλητικός, -ή, -όν) [καταβάλλω]
νεοελλ.
αυτός που καταβάλλει, που καταπονεί
αρχ.
1. ο ικανός ή ο κατάλληλος στο να καταρρίπτει κάποιον
2. αυτός που τού αρέσει να ανασκευάζει, να αντικρούει τους άλλους
3. μτφ. υβριστικός, δύστροπος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταβλητικά — καταβλητικός fit for throwing off horseback neut nom/voc/acc pl καταβλητικά̱ , καταβλητικός fit for throwing off horseback fem nom/voc/acc dual καταβλητικά̱ , καταβλητικός fit for throwing off horseback fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβλητικόν — καταβλητικός fit for throwing off horseback masc acc sg καταβλητικός fit for throwing off horseback neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβλητικοί — καταβλητικός fit for throwing off horseback masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβλητική — καταβλητικός fit for throwing off horseback fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβλητικήν — καταβλητικός fit for throwing off horseback fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καββαλικός — καββαλικός, ή, όν (Α) (λακων. τ.) 1. καταβλητικός* 2. (για παλαιστή) ικανός, άξιος να καταβάλει τον αντίπαλό του 3. (το συγκρ.) μτφ. καββαλικώτερος προθυμότερος να υποσκελίσει τον πλησίον του 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ καββαλικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη… …   Dictionary of Greek

  • καταβλητικάς — καταβλητικά̱ς , καταβλητικός fit for throwing off horseback fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”